Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ραφαήλ: ο ζωγράφος της αιώνιας νιότης

Τα έργα του Ραφαήλ είναι οι σταθμοί της ζωής του. Η σύντομη ζωή του, είναι η σύντομη Ακμή της Αναγέννησης. Και η Αναγέννηση, είναι μια χωρίς προηγούμενο εμφάνιση καθολικών ανθρώπων, που με τις κατακτήσεις τους και την τόλμη των αναζητήσεών τους όχι μόνο σφράγισαν την εποχή τους, αλλά έδωσαν και ένα νέο όραμα του κόσμου και της ζωής. Ένα όραμα που, αιώνες μετά, δεν φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Μαζί με τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ραφαήλ θεωρείται ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της ιταλικής αναγέννησης, της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και της τέχνης γενικότερα. Μάλλον όχι άδικα. Αν αληθεύει αυτό που λέει ο Άμλετ για την τέχνη, πως είναι ένας καθρέφτης, τότε μέσα από τα έργα του Ραφαήλ μας γνέφει κάτι γνώριμο, αλλά πιο ευγενικό και πιο γαλήνιο απ’όσο το θυμόμασταν.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ραφαήλ Σάντσιο γεννήθηκε στο Ουρμπίνο στις 6 Απριλίου 1483. ‘Ηταν γιός του Τζιοβάνι Σάντι και της Μάτζα ντι Μπατίστα Κιάρλα. Ο πατέρας του, ζωγράφος και ο ίδιος, ανέλαβε την μόρφωσή του σε συνεργασία με την τοπική αυλή του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Είναι η εποχή, γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα και για μερικές δεκαετίες ακόμη, που το Ουρμπίνο είναι ένα από τα πιο σημαντικά αναγεννησιακά κέντρα. Σ’αυτό το ζωντανό και γόνιμο περιβάλλον μαθήτευσε ο Ραφαήλ. Αρχικά στο εργαστήριο που είχε στηθεί σε ορισμένα από τα δωμάτια του πατρικού του σπιτιού. Η κατοπινή του εκπαίδευση είναι το αντικείμενο ενός ερωτήματος που δεν έχει απαντηθεί ακόμη πειστικά. Πιθανότατα μαθήτευσε για ένα διάστημα κοντά στον φημισμένο ζωγράφο Πιέτρο Περουτζίνο – στην Περούτζια.

Το καλλιτεχνικό και πνευματικό κλίμα του Ουρμπίνο, η δραστηριότητα του Τζοβάνι Σάντι αλλά και το ύφος του Περουτζίνο, ήταν τα στοιχεία που επηρρέασαν την καλλιτεχνική μόρφωση του Ραφαήλ. Ο ίδιος ωστόσο είχε την ικανότητα να αφομοιώνει κάθε εμπειρία που συναντούσε στην πορεία του, προσαρμόζοντάς την στο δικό του προσωπικό ύφος.
Το έτος 1500 είναι ορόσημο για την καλλιτεχνική εξέλιξη του Ραφαήλ. Εκείνη την χρονιά βρέθηκε σε αντιδικία με κάποιους συγγενείς του. Κυρίως με την μητριά του, την Μπερναντίνα ντι Πιέρο ντι Πάρτε, κόρη αργυροχόου. Επιπλέον, την ίδια χρονιά έχουμε την έγγραφη μαρτυρία της πρώτης παραγγελίας που δόθηκε στον Ραφαήλ, στην Τσιτά ντι Καστέλο, για το ρετάμπλ (ενν. τον προς διακόσμηση χώρο πάνω και πίσω από την Αγία Τράπεζα) του Αγίου Νικολάου του Τολεντίνο.

Την περίοδο από το 1500 έως το 1504 ο Ραφαήλ ταξιδεύει συχνά στην κεντρική Ιταλία με την ελπίδα να του ανατεθούν έργα που θα τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Ζωγραφίζει αρκετούς πίνακες με θέμα την Παναγία και το Θείο Βρέφος, μερικές φορές περιστοιχισμένους από αγίους ή μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή σε νεαρή ηλικία.

Στα 20 του χρόνια, ο Ραφαήλ αποδείκνυε ήδη οτι ήταν ικανός να ανταπεξέλθει κάθε πρόκληση και να ικανοποιεί τα πιο ετερόκλητα αιτήματα. Έτσι κατάφερε να κάνει τη σχέση του με τους δούκες του Ουρμπίνο γόνιμη και από καλλιτεχνική άποψη, όπως μαρτυρούν έργα που είναι φανερό οτι προορίζονταν για το περιβάλλον της αριστοκρατίας.

Στην Τοσκάνη
Στα 1506, ο Ραφαήλ έφτασε στη Φλωρεντία. Εκεί ήδη εργάζονταν οι δυο μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της εποχής: ο Λεονάρντο και ο Μιχαήλ Άγγελος. Ο νεαρός Ραφαήλ ασχολήθηκε με την παραγωγή ιερών εικόνων, οι οποίες προορίζονταν  συχνά για οικογένειες πλούσιων εμπόρων και επιχειρηματιών. Αν και από τους καλλιτέχνες ζητούσαν συχνά εικόνες της Παναγίας και του Θείου Βρέφους, οι οποίες μάλιστα σε ορισμένα εργαστήρια παράγονταν μαζικά, για τον Ραφαήλ αυτό το θέμα μετατράπηκε σε γόνιμο έδαφος για την εισαγωγή συνεχών παραλλαγών ως προς τη διάταξη των μορφών στο χώρο, αλλά και τη μελέτη των κινήσεων και των στενών συναισθηματικών σχέσεων μεταξύ των ιερών προσώπων.

Την ίδια περίοδο και στην ίδια πόλη ο Ραφαήλ ζωγράφισε και πορτρέτα επιφανών πολιτών της Φλωρεντίας. Ωστόσο ο πίνακας που τον απασχόλησε περισσότερο ήταν ο «Επιτάφιος Θρήνος», μια παραγγελία για το παρεκκλήσιο Baglioni στην Περούτζια.

Πρόσκληση στη Ρώμη
Η πρόσκληση από τον Πάπα Ιούλιο Β’, στα 1508, έφτασε στον Ραφαήλ σε μια εποχή που, όχι μόνο είχε γνωρίσει τις πιο σημαντικές φλωρεντινές καλλιτεχνικές κατευθύνσεις, αλλά και είχε αφομοιώσει μερικά από τα πιο γόνιμα χαρακτηριστικά τους. Στη Ρώμη, το έργο του Ραφαήλ έμελε να κάνει όλη την φλωρεντινή του περίοδο, παρά τον όγκο και την ποιότητα της καλλιτεχνικής του παραγωγής, να μοιάζει με απλό προπαρασκευαστικό στάδιο.

Στην Αιώνια Πόλη, ο Ραφαήλ πήρε αμέσως μια τεράστια παραγγελί. Να διακοσμήσει τρία μεγάλα θολωτά δωμάτια του παπικού ανακτόρου, στα οποία αργότερα προστέθηκε κι άλλος ένας, πολύ μεγαλύτερος χώρος. Αυτοί οι χώροι θα πάρουν το όνομα Stanze di Rafaello, από την εργασία του καλλιτέχνη. Και θα αποτελέσουν ένα από τα μεγαλύτερα διακοσμημένα σύνολα της ευρωπαϊκής τέχνης.

Η εργασία ξεκίνησε το τέλος του 1508 ή τις αρχές του 1509, με τη διακόσμηση του μεσαίου από τα τρία μικρότερα δωμάτια. Αρχικά ήταν βιβλιοθήκη αλλά αργότερα, επειδή σε αυτό ο Πάπας έδινε άφεση αμαρτιών την οποία υπέγραφε και σφράγισε, ονομάστηκε Αίθουσα της Υπογραφής.

Με τη Σχολή των Αθηνών τελειώνει ο Ραφαήλ την Αίθουσα της Υπογραφής και περνά στην Αίθουσα του Ηλιοδώρου. Πρόκειται για μια αίθουσα όπου θα απεικονιστούν οι πολεμικοί θρίαμβοι και οι διπλωματικές επιτυχίες της Εκκλησίας. Θα συνδυαστεί το παρόν με το παρελθόν. Και θα δοθεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός σώζει πάντα τη Χριστιανοσύνη.

Ο διάδοχος Πάπας, Λέων ο Ί, συνεχίζει να τον προστατέυει. Στα 1514 αρχίζει η διακόσμηση της τρίτης αίθουσας. Η αίθουσα πήρε το όνομα Αίθουσα της Πυρκαγιάς, από το βασικό θέμα που τη διακοσμεί, την πυργκαγιά του Borgo.

Η εργασίες στο Βατικανό ανάλωναν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του. Μολαταύτα ο Ραφαήλ κατάφερε να φιλοτεχνήσει πολλές προσωπογραφίες για πάτρονες, αστούς, κληρικούς και φίλους. Δημιουργική υπήρξε και η ενασχόλησή του με πετάσματα [tapisseries].

Το 1514 πεθαίνει ο αρχιτέκτονας Μπραμάντε και η θέση του δίνεται στον Ραφαήλ. Έτσι κατέχει το υψηλότερο αξίωμα καλλιτέχνη, του «Αρχιτέκτονα της Νέας Βασιλικής του Αγ. Πέτρου». Παράλληλα και λίγο αργότερα, δημιουργεί αρχιτεκτονικά το επιτάφιο παρεκκλήσι του τραπεζίτη Αγκοστίνο Γκίτζι, το  Παλάτζο του Καφφαρέλλι Βιντόνι. Το 1515 του ανατίθεται να σχεδιάσει ένα πέτασμα για την Καπέλα Σιξτίνα.
Το τέλος
Την Άνοιξη του 1520, 37 χρονών, ο Ραφαήλ προσβάλλεται από έντονο πυρετό, που προκαλεί γενική συγκίνηση στη Ρώμη, από τον Πάπα μέχρι τους ταπεινούς ανθρώπους του λαού που λάτρευαν τα έργα του. Πέθανε δεκατέσσερις μέρες μετά, στις 6 Απριλίου του 1520 – την ημέρα των γενεθλίων του. Θάφτηκε στο Πάνθεον. Στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα ενός φίλου του, του καρδινάλιου και ανθρωπιστή Pietro Bembo:  «Αυτός είναι ο τάφος του Ραφαήλ. Η φύση, όσο αυτός ζούσε, τρόμαζε μήπως νικηθεί. Όταν πέθανε, μήπως πεθάνει μαζί του».

Υπέρτατος νόμος της τέχνης του, όπως και της ζωής του, υπήρξε η ομορφιά -αλλά και η αφέλεια- της αιώνιας νιότης. Μια ομορφιά που, κατά το πλατωνικό ιδεώδες, είναι το άλλο όνομα του καλού και του αληθινού.

Βιβλιογραφία για τον Ραφαήλ
  • Baldini Nicoletta, Ραφαήλ, Αθήνα 2004
  • Burckhardt Jacob, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Αθήνα 1997
  • Μάρεϋ Λίντα & Πήτερ, Η τέχνη της Αναγέννησης, Αθήνα 1995
  • Λαμπράκη – Πλάκα Μαρίνας, Ιταλική Αναγέννηση, Αθήνα 2004
  • Χρύσανθου Χρήστου, Η ιταλική ζωγραφική κατά τον 16ο αιώνα, τ. Α’, Αθήνα 1985